πρόωρος

πρόωρος
πρόωρος
before the time
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόωρος — η, ο / πρόωρος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πριν από την κανονική του ώρα («πρόωρος θάνατος») νεοελλ. φρ. «πρόωρος τοκετός» ιατρ. κάθε τοκετός που συμβαίνει σημαντικά νωρίτερα από την αναμενόμενη κανονική ημερομηνία αρχ. 1. (για προσ.)… …   Dictionary of Greek

  • πρόωρος — η, ο αυτός που γίνεται πριν από την ώρα του: Πρόωρη ανάπτυξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προωρότερον — πρόωρος before the time adverbial comp πρόωρος before the time masc acc comp sg πρόωρος before the time neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προώρως — πρόωρος before the time adverbial πρόωρος before the time masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόωρον — πρόωρος before the time masc/fem acc sg πρόωρος before the time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προώρου — πρόωρος before the time masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προώρους — πρόωρος before the time masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προώρων — πρόωρος before the time masc/fem/neut gen pl προώρων , προοράω see before one imperf ind act 3rd pl προώρων , προοράω see before one imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προώρῳ — πρόωρος before the time masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόωρα — πρόωρος before the time neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”